Γράφει ο Νικόλαος Χ. Τέλωνας
Αμφιλοχία 1911. Δύσκολα χρόνια. Η Ελλάδα μόλις είχε συνέλθει από το ισχυρό πλήγμα, που της είχε επιφέρει η βαριά ήττα του 1897, υποχρεώνοντάς την να καταβάλλει στην Τουρκία υπέρογκη αποζημίωση, διά χρέους τόσο δυσβάσταχτου, ώστε την υποχρέωσε να τεθεί υπό Διεθνή οικονομικό έλεγχο.
Η ζωή στην επαρχία Βάλτου, κυλούσε ακόμα στους ρυθμούς της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου. Παιδεία στα σπάργανα, δρόμοι ανύπαρκτοι, ψωμί λειψό. Παρόμοια θα χαρακτηρίζαμε και τα προβλήματα της Αμφιλοχίας, της πρωτεύουσας της επαρχίας, όπου “στο Δημοτικόν Σχολείον της πόλεως κατά το έτος 1917, ολίγους μόνον μήνας εδίδαξεν εις και μόνον διδάσκαλος, κατά δε το έτος 1919 ουδείς“. Σημαντικό ακόμα και το γεγονός, ότι στο Κουρείον – Τροχείον του Στυλιανού Δόνου “εξάγονται οδόντες ανωδύνας!“
Έννοιες, όπως κοινωνική δικαιοσύνη, εργασιακή εκμετάλλευση, δημόσια υγεία, δωρεάν παιδεία, κοινωνική και οικονομική εκμετάλλευση, ήταν την εποχή αυτή για τους πολλούς, άγνωστες και δυσνόητες και όπου ακούγονταν, κάποιοι έσπευδαν να τις χαρακτηρίσουν, ως σκέψεις ανατρεπτικές και αναρχικές.
Αυτή ακριβώς την περίοδο δύο φίλοι και συνομήλικοι – γεννημένοι το 1895 στον Καρβασαρά – συμμαθητές στο εδώ Σχολαρχείο επί Σχολαρχείας του λόγιου ιερωμένου Βενέδικτου Γεωργιάδη, φοιτούσαν το 1908 στο Γυμνάσιο Άρτας, καθότι στην Αμφιλοχία ιδρύθηκε με καθυστέρηση πολλών χρόνων αργότερα. Φιλομαθείς και ευαίσθητοι, συγκάτοικοι σε ένα φτωχικό ενοικιασμένο χαμόσπιτο, όπου καθημερινά συζητούσαν για τις δυσκολίες, που αντιμετώπιζαν μακριά από τις οικογένειές τους, για τα ελάχιστα οικονομικά που είχαν στη διάθεσή τους, τις αμφιβολίες τους για το αν θα κατόρθωναν να φτάσουν μια μέρα στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές και ένα σωρό ερωτηματικά, από εκείνα που στροβιλίζουν τα μυαλά των νέων παιδιών. Παρά το νεαρό της ηλικίας τους, έκδηλο ήταν το ενδιαφέρον τους για την γενικότερη πορεία των πραγμάτων, την πολιτική αστάθεια, τις σαθρές κοινωνικές δομές, τους πολέμους, την απάνθρωπη –ήλιο με ήλιο– χειρωνακτική και ανασφάλιστη εργασία, την ανελέητη εμπορευματοποίηση της υγείας και άλλα παρόμοια, που τα συζητούσαν κατά ένα τρόπο συνωμοτικό, γιατί είχαν καταλάβει ότι αν τα γενίκευαν σε ευρύτερες συζητήσεις, υπήρχε κίνδυνος να μπλέξουν άσχημα. Εμπιστοσύνη, είχαν μόνο στον συμμαθητή τους Ευριπίδη Καζατζή και μαζί τους έκαναν παρόμοιες συζητήσεις.
Το σχολικό έτος 1910-1911 ο ένας (Κώστας) γράφτηκε σε Γυμνάσιο των Αθηνών· ο άλλος (Σπύρος) συνέχισε στην Άρτα. Ξανασυναντήθηκαν κατά τη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων και κατόπιν του Πάσχα στην Αμφιλοχία. Ο Κώστας, που στην Αθήνα είχε συνδεθεί φιλικά με τον συμμαθητή του Αγ. Τρωϊανό (μετέπειτα συντάκτη της εφημερίδας «Ριζοσπάστης») ο οποίος συμμεριζόταν τις απόψεις και τις ανησυχίες του, στην τελευταία του συνάντηση με τον Σπύρο ήταν προετοιμασμένος, κάθετος και αποφασιστικός:
–Σπύρο δεν έχουμε περιθώρια πρέπει κάτι να κάνουμε και εμείς για ένα καλύτερο αύριο· δεν πάει άλλο τούτη η κατάσταση.
–Με ποιο τρόπο; ρώτησε ο Σπύρος.
–Με ένα και μοναδικό τρόπο. Τον λόγο· ένα όπλο που ποτέ δεν σκουριάζει και δεν αχρηστεύεται. Το καλοκαίρι θα τα κανονίσουμε όλα.
Στις 11 Ιουλίου οι πρωινοί θαμώνες των παραλιακών καφενείων της Αμφιλοχίας, βρήκαν πάνω στα τραπέζια του καφέ ένα άγνωστο φύλλο μιας εφημεριδούλας, που έφερε με έντονα, μαύρα μεγάλα γράμματα, τον τίτλο:
ΒΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
Έκπληκτοι αντίκρυσαν να φιγουράρουν κάτω από τον τίτλο τα ονόματα των διευθυντών της εφημερίδας:
ΣΠΥΡΟΣ Κ. ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ Ν. ΣΑΡΛΗΣ
των δύο δηλαδή νεαρών συμμαθητών.
Γέλασαν κάποιοι. Ένας μόνιμος καφενόβειος έσπευσε να υποτιμήσει το νεανικό τους ενθουσιασμό, συνδέοντάς τον με την γνωστή τοπική παροιμία:
–”Ώχ καϋμένε…Βροντάνε τα ασημικά βροντάν κι σακοράφες!“
και κάποιος του «ανώτερου επιπέδου» με γυαλιά και αντιηλιακό ψαθάκι, έσπευσε να παρομοιάσει το νεανικό τόλμημα με τα μικρά χελιδόνια, που στη βιασύνη τους, να πετάξουν πέφτουν απ’ τις φωλιές και γίνονται βορά των γατιών:
–”Τι να πει κανείς· ανόητοι πτερυγισμοί νεοσσών απτήνων!!“
Ο χρόνος όμως – “η της αληθείας πατήρ” θα τους διέψευδε όλους…Το μικροσκοπικό εκείνο (24×32) πρώτο φύλλο, της πρώτης τοπικής επαρχιακής εφημερίδας, θα ζούσε κατά την πρώτη του –γιατί ακολούθησαν και άλλες– περίοδο, επί 10 χρόνια· και όχι απλά θα στέριωνε, αλλά θα αναδεικνυόταν σε ένα φωτεινό φάρο, που είχε ανάψει εδώ στον έσχατο μυχό του Αμβρακικού, για να καταυγάσει με τους πνευματικούς του προβολείς, όλη την ένθεν του Αχελώου ξεχασμένη από όλους περιοχή της Ακαρνανίας και όχι μόνο.
Ένα ιδιόχειρο σχεδίασμα της εφημερίδας γραμμένο με γαλάζιο μελάνι παραμένει ακόμα ως αδιάψευστος μάρτυρας της μεγάλης αναγνώρισης αυτού του ταπεινού εντύπου που θέριεψε και απλώθηκε προς πολλές κατευθύνσεις. Σύμφωνα με αυτό, κατά τη διάρκεια των 10 χρόνων, της πρώτης περιόδου ως διευθυντές, διετέλεσαν εκτός των δύο προαναφερθέντων φίλων και οι:
Ευριπίδης Μ. Καζαντζής 1911-1912
Αθανάσιος Θεοχάρης 1912-1914
Μίμμης Καραπάνος 1915-1920
(Οι αλλαγές αυτές, σχετίζονται με τις βίαιες κατά διαστήματα αποχωρήσεις των δύο πρωτεργατών.)
Στο ίδιο σχεδίασμα εκτός των συνεργατών της εφημερίδας επί θεμάτων Θεολογίας, Ιατρικής, ποίησης, χρονογραφίας, Γεωργίας, παρατίθεται ευρύς κατάλογος συνεργατών, ο οποίος έχει ως εξής:
Ανταποκριταί:
Αγρίνιο: Ι. Παπαγωργίου
Άρτα: Π. Νικολόπουλος και Αλκιβιάδης Παπαγεωργίου
Μεσολόγγιον: Σ. Σύρρος
Πρέβεζα: Κων/νος Λάζαρος
Βόνιτσα: Καλίμαχος Χατζόπουλος, Αγαμέμνων Παπακώστας και Ιωαν. Κωνσταντίνου
Αμφιλοχία: Ν. Ψιλόπουλος, Δ. Καραχρίστος , Κ. Γερομήτσος, Γ. Πεταλάς, Βασ. Μπαρλάς, Ηλίας Καραγιάννης, Γ. Μιμιγιάννης, Δημ. Οικονομάκης, Επ. Φλώρος και Φώτης Σωτηρίου.
Στην επαρχία Βάλτου:
Ανοιξιάτικο: Γιανν. Κοντονίκας.
Πατιόπουλο: Κων. Νούσιας.
Βαλμάδα: Π. Αρβάλης..
Χαλκιόπουλο: Γ. Σωτηρίου.
Δούνιστα: Ι. Παπαθωμάς.
Εμπεσσός: Α. Μέρκος, Ι. Σιάσιος.
Σακαρετσίου: Ν. Χαντζάρας, Γ. Κουτσογιάννος, Ν. Καρακώστας, Κώστας Καρακώστας.
Βερβίτσα: Αθαν. Ροκόφυλλος και Κ. Ροκόφυλλος.
Γιαννόπουλοι: Θ. Κούτρας.
Πριάντζα: Κ. Καρυώτης.
Αλευράδα: Γ. Κλεφτοσπύρος.
Λεπενού: Γ. Πλατανιάς.
Όχθια: Σ. Πάγγιος.
Μαλατέϊκο: Χ. Χρήστου.
Σπάρτου: Κ. Θώμος.
Στάνου: Ι. Ζαρκιάς, Ι. Φλώρος, Σ. Ευθυμίου, Γ. Σούνας, Γ. Μπούρας, Δ. Κούτμος.
Κεχρινιά: Σαγανάς.
Κομποθέκλα: Φωτ. Αρσένης.
Σαρδίνινα: Κ. Μωραΐτης, Θ. Αρκουμάνης.
Αρειάδας: Κ. Μπουγιάμης.
Αστακός: Κ. Πεταλάς.
Κατούνα: Γ. Ανεμογιάννης, Ι.Γ. Καλλιγάς, Ι.Α. Καλλιγάς, Β. Κασούρας, Α. Παπαδημητρίου, Λ. Παπαδημητρίου.
Παλήμπεη-Παληάμπελα: Π. Λαμαρίσιος.
Μαχαλάς: Γ. Τσούκας, Δ. Τσίκνης και Α. Μπίλιας.
Κωνοπίνα: Διον. Μούρκας.
Μπαμπίνη: Α. Κατσαράκης, Αρ. Παπαστάμος, Λ Λιουσές.
Μαχαιρά: Δ. Αδηλίνης.
Χρυσοβίτσα: Δ. Παπαδημητρίου.
Σκορτού: Χ. Καραμπλιάνης, Γ. Βλαχάκης.
Ποδολοβίτσα: Β. Κορδόσης.
Μεταξύ των συνδρομητών και των συνεργατών δημοσιεύονται σε ένα φύλλο του ΒΕΛΟΥΣ και ονόματα προσώπων, που κατάγονταν από άλλες περιοχές όπως: Γρανίτσα, Πράμαντα, Σκουληκαριά, Άγναντα, Βουλγαρέλι, Αταλάντη, Καλαμπάκα, Τύρναβο, Αγιά…
Στα πρώτα φύλλα του εντύπου, όπου δίνεται και το στίγμα του ως “Εφημερίδα των Επαρχιών Βάλτου και Ξηρομέρου, θρησκευτική, πολιτική φιλολογική και των ειδήσεων” διευκρινίζεται συνάμα ότι οι υπεύθυνοι θα αγωνίζονται ακατάπαυστα για την ηθική και πολιτιστική αναβάθμιση της περιοχής “διά θρησκευτικών άρθρων, δι’ ηθικών διηγημάτων, διά περιλήψεων των πολιτικών γεγονότων, διά χαριεστάτων επικαίρων, διά της υποστηρίξεως των τοπικών συμφερόντων και προσέτι διά του ψόγου και της μορφής παντός αντιβαίνοντος προς το δίκαιον και το πρέπον…“
Στα μπροστινά φύλλα δημοσιεύουν πολιτικά και θρησκευτικά άρθρα, χρονογραφήματα και διάφορες σημαντικές ειδήσεις και στα επόμενα, ιστορικά και αρχαιολογικά κείμενα, προβλήματα από όλες τις κοινότητες της Ακαρνανίας, που τα στέλνουν οι κατά τόπους ανταποκριτές και πάντα ποιήματα νέων Βαλτινών και Ξηρομεριτών ποιητών όπως των: Λάκη Γερογιάννη, Βούλας Σκυλοδήμου, Αθηνάς Αρταβάνη, Δημ. Κανδηλιώτη, Στάθη Ζαρκιά (εκ Βάλτου), Φιλ. Λαμπρινάκη, Μήτσου Καρύκη, Γ. Μανιαβού, Π. Λειμώνα (από Ξηρόμερο) και πολλών άλλων όπως του Ευριπίδη Καζαντζή από την Άρτα, Κίμωνα Γαλάζιου, Γιάννη Χρέμωνα κ.α. Ανάμεσά τους και σκωπτικά σαν το καταπληκτικό “Ειδήσεις απ’ τα μπάνια και τα ψηλά πλατάνια” του Μήτσου Καρύκη από τον Αετό Ξηρομέρου.
Ρίχνοντας σήμερα έστω και φευγαλέες ματιές στα φθαρμένα παλιά φύλλα έκπληκτοι μένουμε από κάποια δημοσιεύματα που εντελώς αγνοούσαμε γιατί ο χρόνος είχε προλάβει και τα έσβησε όπως π.χ:
“Απεφασίσθη η κατασκευή σιδηροδρόμου από Λαμία έως Άρτα και Ιωάννινα διερχόμενη διά Καρπενησίου, Κερασόβου, Αλευράδος, Δουνίστης και με διακλάδωση Αλευράδος, Κριεκουκίου θα φθάση εις Αγρίνιον. Ήδη οι μηχανικοί της χάραξης εγκατεστάθησαν εις Ιωάννινα. (25/3/1920)“.
“Αναχωρήσεις ταχυδρομικών αμαξών, και πεζών:
Καθ’ εκάστην διά Ανοιξιάτικο Άρταν
Δια Λεπενού άμαξα και πεζός
Διά Δούνισταν, Χαλκιόπουλον, Πατιόπουλον καθ’ εκάστην Δευτέρα-Τετάρτη-Σάββατον διά πεζού διά Μαχαλά, Κατούνα, Παπαδάτου.
Επίσης το ταχυδρομικόν ατμόπλοιον «ΜΕΛΟΝ» καθ’ εκάστην από Αμφιλοχία ΄ώρα 7 π.μ δια Βόνιτσαν Πρέβεζαν και επιστροφή εκ Πρεβέζης ώρα 13 μ.μ.
Άφιξης εις Αμφιλοχίαν 4 μ.μ.“
“Τα εν Κρεμαστά λουτρά κατέχουσιν την πρώτην θέσιν των εν Ελλάδι θειούχων. Θεραπείαι: Πιττυρίασης, λειχήναι, εκζέματα, αρθρίτιδαι, ρευματισμοί, χρόνιαι αγκυλώσεις, άλγη και δυσχρηστίαι σκελών, κατάρρουν αναπνευστικών οργάνων και άλλων…“
Καταπληκτικά επίσης τα χρονογραφήματα όπως «Ο Άρης» “το γνωστόν και αλησμόνητον βαπόρι μας που τόσο έχει συνδεθεί με όλους μας. Το ατμόπλοιον Άρης το ταχύπλοον και ηλεκτροφώτιστον αυτό πυρόσκαφον αποτελεί διά τον Καρβασαράν ένα εκ των εξωραϊστικών αντικειμένων, που τα ηλεκτρικά του λάμποντα ως οπάλιοι λίθοι, κοσμούσι διά της φωτοχυσίας τον πέπλον της νυκτός…“
Παράλληλα με αυτά, οι συντάκτες της εφημερίδας δεν παύουν να αναφέρονται με ιδιαίτερα σκληρές πολλές φορές εκφράσεις, για την εγκατάλειψη της Ακαρνανίας και τους πολιτικούς της, που τους θεωρούν αποκλειστικά υπεύθυνους για τις κοινότητες, που υποφέρουν από την ανυπαρξία δρόμων, έργων ύδρευσης, κινδύνους ληστειών και πάντα για την απαράδεκτη κατάσταση της παιδείας που εδώ σχετίζεται με ελλείψεις διδασκάλων και κτηρίων:
“Δισάσκαλον ζητούν όλα τα χωρία μας· κινδυνεύουν τα παιδιά μας να μείνουν αγράμματα. Μας απειλεί τελεία καταστροφή. Αλλ’ εις ποίον να απευθυνθώμεν εις τον δυστυχή τούτον τόπον; εκβάλομεν κραυγήν!“
Καυτηριάζουν την κατάργηση της Κυριακής αργίας, στηλιτεύουν την αισχροκέρδεια, επαινούν τους καλούς και τίμιους υπαλλήλους και καταφέρονται εναντίον των περιφερόμενων γυρολόγων, για “τυρί, βούτυρο και κρέας!“
Προτείνουν ίδρυση τραπέζης για να σταματήσει η αισχρά τοκογλυφία. Πρωτοστατούν στη δημιουργία θεατρικών παραστάσεων και με τα έσοδα, ιδρύουν “Λαϊκή Βιβλιοθήκη“, στην οποία έφορος ορίστηκε ο Σπύρος Τσιρογιάννης για να διατηρεί τις καταστάσεις όσων θα δανείζονται βιβλία, που έπρεπε να τα επιστρέψουν μετά από μια εβδομάδα.
Προσπαθούν ακόμα να ιδρύσουν νυχτερινό σχολείο για τους αγράμματους και το 1919, ιδρύουν τον “Πιστωτικό Συνεταιρισμό Αμφιλοχίας” με την επωνυμία «ΔΗΜΗΤΡΑ».
Είχαν ήδη μεγαλώσει και οι δυο τους. Ο Κ. Σαρλής είναι τώρα τελειόφοιτος της νομικής και ο Σπύρος Τσιρογιάννης, αγρότης και πράκτωρ του ατμόπλοιου «ΜΕΛΟΝ».
Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω και τα τόσα, που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν για την έλλειψη του χώρου κατόρθωσαν να ιδρύσουν και την “Πανεργατική Ένωση Αμφιλοχίας” τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, για να αρχίσει ο προσωπικός τους Γολγοθάς.
Η 30η Ιουνίου του 1919 ορίστηκε ως η μέρα που θα γινόταν στην παραλία της Αμφιλοχίας η μεγάλη συγκέντρωση, για να εγκριθεί το καταστατικό. Ο Κώστας Σαρλής ανέβηκε στο βήμα, αρχίζοντας το λόγο ως εξής:
“Εργάται ενωθείτε· είναι οι δύο αυταί λέξεις, το τρανό σύμβολο των εργατών όλου του κόσμου” κλπ. κλπ.
Κατόπιν άρχισε να διαβάζει τα άρθρα του καταστατικού και αναλύοντάς τα ένα ένα διά μακρών, κατέληξε χειροκροτούμενος από το πλήθος:
“Η Πανεργατική Ένωσις έγινε πραγματικότητα· τι θα εκπορευθεί εξ’ αυτής, ταχέως θα αισθανθούν οι εργάται αλλά και η κοινωνία…“
Τα όσα ακούστηκαν εκείνη τη μέρα χαρακτηρίστηκαν από τον αστυνόμο Α. Κατσαρέλη ως άκρως επικίνδυνα για την δημόσια ασφάλεια και ενήργησε ανάλογα. Οι υπεύθυνοι της συγκεντρώσεως Σαρλής και Τσιρογιάννης κατηγορήθηκαν για:
- Δυσμένεια κατά του καθεστώτος
- Συγκέντρωση άνευ αδείας
- Πρόκληση εις διχόνοιαν των πολιτικών
επιπρόσθετα και για διανομή εφημερίδων με ανατρεπτικό περιεχόμενο εκ μέρους του κ. Σαρλή και για “κρύφα διάδοσιν του Μπολσεβικισμού” εκ μέρους του Σπ. Τσιρογιάννη…
Την όλη δύσκολη κατάσταση είχε επιβαρύνει η προ ολίγων ημερών αποκάλυψη του ΒΕΛΟΥΣ , ενός τοπικού σκανδάλου –”το σκάνδαλον του ρυζιού“– όπως το ονόμασαν. Τρείς μεγαλοπρομηθευτές της αγοράς της Αμφιλοχίας απέκρυψαν μεγάλες ποσότητες τροφίμων έτσι ώστε η τεχνική έλλειψη που δημιουργήθηκε, εκτόξευσε την πώλησή τους σε τιμές τριπλάσιες!
Η εφημερίδα, αμέσως με αιχμηρά άρθρα, επιτέθηκε εναντίον της «επισιτιστικής σπείρας των Μπεκιάρηδων» όπως τους ονόμασε, και της ελεεινής ομάδος «των δόλιων χρεοκόπων και καταχραστών» όπως τους χαρακτήρισε, «των αλευροφάγων, ρυζοφάγων και ζαχαροφάγων» κατά τα κείμενα των άρθρων εκείνης της περιόδου.
Αυτούς τους τρείς χρεοκόπους πρότεινε ο αστυνόμος ως μάρτυρες εναντίον των εκδοτών του ΒΕΛΟΥΣ μαζί με 4 χωροφύλακες, τον αρχιδασοφύλακα και ένα εφημεριδοπώλη. Οι εκδότες συνελήφθησαν και κλείστηκαν στις φυλακές Αγίου Διονυσίου Πατρών.
Επειδή τις λεπτομέρειες αυτών των γεγονότων, δεν είναι δυνατόν να τις αναφέρουμε, –αλλά με τις οποίες πιστεύουμε πως νεότεροι ιστορικοί ερευνητές του τόπου μας θα ασχοληθούν– περιοριζόμαστε να σημειώσουμε πως το Στρατοδικείο Πατρών όπου παραπέμφθηκαν απαρτιζόταν εξ’ επτά αξιωματικών. Η ποινή ήταν δίμηνος φυλάκισης, αλλά ο Σπ. Τσιρογιάννης κατόπιν παρεμβάσεως του θείου του Βλασσίου Τσιρογιάννη, (ήρωα και διακεκριμένου στρατηγού) σε δέκα μέρες αποφυλακίστηκε. Στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας, έκπληκτοι οι αναγνώστες διάβαζαν:
“ενόμισαν ότι μας τελείωσαν με τις αλυσίδες, επειδή είπαμε Άλτ στην εκμετάλλευση; Όχι! Θα γίνομεν σφοδρότεροι· δεν μας κάμπτουν οι αλυσίδαι…“
Θύελλα ολόκληρη ξεσηκώθηκε τότε και στις δύο επαρχίες από τα μηνύματα της συμπαράστασης, οργής, κατά των δολίων καταχραστών και θυμός κατά της αδίκου αποφάσεως. Πύρινα τα άρθρα των Βαλτινών Κων. Νούσια (ιερέα), Ανδρ. Μέρκου εξ’ Εμπεσού, Ανδρέα Μπίλια εκ Μαχαλά Ξηρμέρου.
Ένα ιδιαίτερα σημαντικό άρθρο υπό τον τίτλο “Αισχροκέρδεια ή Λησταί των πόλεων” –με τον συντάκτη του να υπογράφει υπό το ψευδώνυμο «Φιλήμων»– φαίνεται από τα συμφραζόμενα, ότι ανήκει στον συμπατριώτη μας λόγιο Αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτο Παπακωνσταντίνου, που είχε επιστρέψει από την Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου επί τρία χρόνια διηκόνησε εκεί την Ομογένεια– και την εποχή αυτή, υπηρετούσε ως ιεροκύρηκας της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης.
Συγκίνηση προκάλεσε και η επιστολή του εκ Στάνου μαθητή στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου, Β. Γ. Μπαρλά, που μεταξύ άλλων σημείωνε:
“Το ΒΕΛΟΣ, εκαυτηρίασεν αμειλίκτως τας ηθικάς ατασθαλίας και τους κοινωνικούς εκτροχιασμούς και διά των άρθρων του σκοπεί να πατάξη την αναισθησίαν, την φαυλότητα και την αισχροκέρδειαν και να αποδείξει στον λαόν τον αληθινόν δρόμον, τον δρόμον του να άρη το βαθύ σκότος, που καταπιέζει τα στήθη του λαού…“
Το ΒΕΛΟΣ η μικρή και ταπεινή εφημεριδούλα, είχε πλέον μετατραπεί σε ένα αιχμηρό πνευματικό όργανο, εναντίον κάθε αδικίας και εκνόμου πράξεως.
Ακολούθησε κατόπιν το άρθρο “ΑΚΑΡΝΑΝΕΣ ΑΓΡΥΠΝΕΙΤΕ” για να προετοιμάσει συγκέντρωση, όπου “ο Κ. Σαρλής, ο αιώνιος αυτός σημαιοφόρος της Ακαρνανίας αλλά και αιώνιον θύμα των επιτήδειων εκμεταλλευτών” θα ξεσκέπαζε με ομιλία του “την επισιτιστική σπείρα των Μπεκιάρηδων” γεγονός, που είχε ως αποτέλεσμα, να μετατεθεί από την Αμφιλοχία –όπου από το 1914 εργαζόταν ως υπάλληλος στο εδώ Ταχυδρομείο–Τηλεγραφείο– στα Γιάννενα και από εκεί στην Αθήνα, την ίδια μάλιστα περίοδο, που σε φύλλο της εφημερίδος είχε αναγγελθεί ο γάμος του με την εξ’ Άρτης Φιλιώ Οικονόμου!
Η εφημερίδα έπαυσε να κυκλοφορεί για ένα τρίμηνο, μέχρι την 21/2/1920 που εκδόθηκε υπό την διεύθυνση του πατέρα του, Νικολάου Κ. Σαρλή και υπό τον τίτλο «ΤΟ ΒΕΛΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΑΣ». Ακολούθησαν τρία ακόμα φύλλα, με τελευταίο εκείνο της 26/4/1920 στο οποίο και πάλι γινόταν λόγος για τον σχεδιασμό της σιδηροδρομικής γραμμής Αθηνών-Αυλώνος-Οτράντο-Ευρώπης διερχόμενης και εκ της περιοχής του Βάλτου. Από την παραπάνω ημερομηνία και μετά το προοδευτικό εκείνο έντυπο έπαυσε την κυκλοφορία του.
Το αφιέρωμα
Πολλά χρόνια αργότερα (1961) όταν οι κάποτε νεαροί αναγνώστες της πρώτης δεκαετίας του Βέλους, ήταν ήδη αρκετά ηλικιωμένοι –όσοι βέβαια ζούσαν– παραξενεύτηκαν όταν έλαβαν ταχυδρομικώς μια εφημερίδα με τον ίδιο ξεχασμένο τίτλο, «ΒΕΛΟΣ της ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ» και με τα ίδια ονόματα ως διευθυντών, παρ’ ότι ο φίλος και συνεκδότης του Σπύρος Τσιρογιάννης, είχε φύγει από τη ζωή πρίν 17 χρόνια…
Ο Κ. Σαρλής, που είχε περάσει τώρα τα 65 του χρόνια αποφάσισε να εκδώσει εκείνο το φύλλο ως τιμητική αφιέρωση στα 50 χρόνια από το πρώτο φύλλο του ΒΕΛΟΥΣ (1911-1961). Γι’ αυτό και οι 4 μεγάλες σελίδες του καταλαμβάνονται με μικρά κείμενα των παλιών δημοσιευμάτων. Εκείνο όμως που είναι ιδιαίτερα σημαντικό, είναι το άρθρο του: “Εν Αμφιλοχία 10 Ιουλίου 1961“, όπου με έκδηλη τη συγκίνηση αναφέρεται στην όλη δημοσιογραφική του προσπάθεια, κατά τρόπο, που ο αναγνώστης, πληροφορείται για τους άγνωστους και κομβικούς –για εκείνον– σταθμούς της ζωής του:
“Ήθελα πολύ και μετά τα 1920 μεγάλος πλέον την ηλικία και επιστήμονας να συνεχίσω την έκδοση αυτή. Δεν μου το επέτρεψαν όμως τα μεγάλα γεγονότα που επηκολούθησαν, αλλά και η σκληρή βιοπάλη μου σαν δικηγόρου στο Μεσολόγγι (1922-1931) και μετά που με πόνο πήρα το δρόμο σε ξένο κόσμο σαν Εισαγγελέας (Τρίκαλα, Βέροια, Χαλκιδική, Καρδίτσα, Αθήνα (1931-1946) με το παντοτινό όνειρο να γυρίσω γρήγορα στη γλυκειά πατρίδα να της προσφέρω έως την τελευταία μου πνοή τις μικρές μου υπηρεσίες…
Άργησε να πραγματοποιηθεί η έκδοση αυτή, για λόγους που άλλοτε πιστεύω να γράψουμε όταν θα λησμονηθούν για το καλό της Ακαρνανίας μας, και της όλης πατρίδας τα λάθη όλων μας, οπουδήποτε και αν βρεθήκαμε είτε σκόπιμα είτε τυχαία…θα προσπαθήσω να συνεχίσω έστω και αργά την έκδοση του «ΒΕΛΟΥΣ» αν αυτό οι αγαπητοί Βαλτινοί και Ξηρομερίτες χωριανοί μου νομίζουν ότι χρειάζεται…”
Μετά την αφιερωματική αυτή έκδοση, επήλθε και πάλι παύση και σιγή.
Το «ΒΕΛΟΣ» επανεμφανίζεται την Κυριακή 10 Ιουλίου 1966, ως τακτική τώρα έκδοση, μιας και ως συνταξιούχος τώρα ο διευθυντής του, είχε την δυνατότητα να κινείται με μεγαλύτερη ευχέρεια, διαβεβαιώνοντας τους αναγνώστες, ότι παρά την ασάλευτον τοποθέτησίν του σε ορισμένη πολιτική παράταξη “η εφημερίδα θα σταθή υπεράνω κομμάτων, ομιλούσα προς όλας τις κατευθύνσεις την αλήθειαν και μόνην την αλήθειαν, χωρίς φόβον και χωρίς πάθος“· όπως ακριβώς και έκανε.
Η επανέκδοση, περιέχει την καινούργια στήλη “Ακαρνανική θυμοσοφία και σάτυρα” καθώς και την “Γεωργική” –την αγροτική δηλαδή– όπου μνημονεύει τον φίλο του και παλαιό συνεκδότη Σπύρο Τσιρογιάννη, τονίζοντας πως όσα εκείνος προ 50 ετών έγραφε για την καλυτέρευση της αγροτικής ζωής, είναι αυτά που προτείνει τώρα το επίσημο κράτος. Εκφράζει τη λύπη του, που το προηγούμενο δημοτικό συμβούλιο Αμφιλοχίας, στις ονομασίες, που έδωσε σε δρόμους της πόλεως παρέλειψε τα ονόματα των ηρώων Γ. Καραϊσκάκη, Κατσαντώνη και Σταθά προτείνοντας για τον τελευταίο, το όνομά του να δοθεί καθ’ όλο το μήκος της παραλίας δια της ονομασίας: «Ακτή Γιάννη Σταθά». Χαιρετίζει την ανάληψη καθηκόντων, του νέου Μητροπολίτη Αιτωλίας και Ακαρνανίας Θεοκλήτου του “δραστηρίου και ανιδιοτελούς” –όπως γράφει– και δεν διστάζει να καυτηριάσει δια της λέξεως «ασέβεια» το κλείσιμο της κύριας θύρας του Ι. Ναού του Αγίου Αθανασίου Αμφιλοχίας και την υποχρεωτική πλέον είσοδο των πιστών, από την δευτερεύουσα νότια θύρα.
Για πρώτη φορά ανεβάζει και πάλι το παλαιό αίτημα της διαιρέσεως του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας, στηλιτεύοντας εφημερίδα του Αγρινίου,, που απαιτούσε ως πρωτεύουσα της Ακαρνανίας το πέραν του Αχελώου ποταμού και επί της Αιτωλικής γης, Αγρίνιο.
Η επανέκδοση, άρχισε να ρέει κανονικά, με συμμετοχή ανταποκρίσεων από Βάλτο και Ξηρόμερο.
Το φύλλο –υπ’ αριθμόν 53– δεν ήταν μόνο το μοναδικό, που είχε τυπωθεί σε γαλάζιο χρωματισμό λόγω της Εθνικής εορτής –25ης Μαρτίου, 1967– αλλά ήταν για μια ακόμη φορά και το τελευταίο. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, που τον επόμενο μήνα κατέλυσε τη Δημοκρατία ανέκοψε και την κυκλοφορία της Ακαρνανικής εφημερίδας…
Η τελευταία, αδιάσπαστη περίοδος
Από την εμφάνιση του τελευταίου φύλλου –αριθμ. 53 της 25/3/1967– είχαν περάσει 9 χρόνια. Η δικτατορία είχε καταρρεύσει υπό το βάρος μιας ακόμα εθνικής συμφοράς και η χώρα προσπαθούσε να ξαναποκτήσει τον δημοκρατικό της βηματισμό. Ο Κ. Σαρλής, ήταν τώρα 81 ετών και στις 22 Απριλίου 1976 εμφανίζεται –επανασυνδέοντας την διακεκομμένη περίοδο– με νέο φύλλο τετρασέλιδο και μεγάλου σχήματος. Από το φύλλο αυτό, –με τον αριθμό 54– μέχρι και το 113ο, η ροή της εφημερίδας, είναι ομαλή και αδιάσπαστη.
Τα ενδιαφέροντα της τελευταίας αυτής περιόδου, επικεντρώνονται και πάλι στα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι δύο επαρχίες αλλά με ιδιαίτερη έμφαση, στον επερχόμενο κίνδυνο της αγροτιάς, που θα ενσκήψει από την απώλεια της κυριότερης πηγής εσόδων, που είναι τα καπνά. Ανύσταχτο και το ενδιαφέρον του για μια ήπια ανάπτυξη του Αμβρακικού, που απειλείται από τις εγκαταστάσεις υγρών καυσίμων τις «δεξαμενές θανάτου» όπως τις αποκαλεί. Τα σημαντικά άρθρα:
«Ο Αμβρακικός είναι πολύτιμος» και «Τα σπάνια είδη πουλιών του Αμβρακικού» παραμένουν μέχρι και σήμερα επίκαιρα.
Σε άλλη στήλη, ξαναφέρνει στο προσκήνιο νεκρολογίες, που έχουν τώρα σχέση με τους Ακαρνάνες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Δεν ξεχνάει, να μνημονεύσει τον έκπτωτο για τις ιδέες του Μητροπολίτη πρ. Ηλείας Αντώνιο, τον αγωνιστή φίλο του Σπύρο Τσιρογιάννη –που είχε φύγει από τη ζωή το 1944– συγκαταλέγοντας ανάμεσα σε αυτούς και τον Λεπενιώτη αγρότη Δημήτρη Βλάχο, που δολοφονήθηκε στο συλλαλητήριο για το καπνικό.
Στην όλη ύλη, προσθέτει ιστορικά κείμενα –της π.Χ. περιόδου-, όπως «Αρχαία Στράτος», «Ακαρνανικά κάστρα», «Αρχαία Αμφιλοχία» καθώς και της νεότερης όπως «Η Μάχη της Αμφιλοχίας» για την οποία παραθέτει και σχετικό σκαρίφημα.
Στη στήλη, «Ακαρνανική λογοτεχνία» φιλοξενεί τώρα τους νεότερους ποιητές, Γ. Τζήμα, Ταξ. Βλαχοδήμο, Γ. Κόντρο, Σπ. Βήλα, Αποστ. Τζαμαλή, Σπυριδούλα Λύτρα, Παν. Παπαδόπουλο, Κων/να Τριάντη.
Το γεγονός, που ξεχωρίζει αυτή την περίοδο, σχετίζεται με τον προσωπικό του αγώνα, που τον ξεκίνησε υψώνοντας τη σημαία της δημιουργίας ξέχωρου νομού Ακαρνανίας, σύμφωνα με τα δεδομένα των πανάρχαιων ορίων, των καταγεγραμμένων υπό του μεγάλου ποταμού Αχελώου. Ένας αγώνας, που κορυφώθηκε στις 6 Ιουνίου 1976 ημερομηνία κατά την οποία κατορθώθηκε η ευρεία σύναξη στην Αμφιλοχία των εκλεγμένων κοινοταρχών και των κοινοτικών συμβούλων Βάλτου και Ξηρομέρου όπου ο ίδιος εκφώνησε μνημειώδη λόγο, που είχε ως αποτέλεσμα να διατρανωθεί από όλους η δια ψηφίσματος απαίτηση πλέον, για τον διαχωρισμό της μόνης περιοχής της χώρας, που η ιδιοτέλεια και οι υστερόβουλες ενέργειες των πολιτικών της, την καταδίκασαν να εκτείνεται από του Πατραϊκού κόλπου έως των ορίων των νομών Άρτης, Καρδίτσης και Ευρυτανίας.
Η μεγάλη εκείνη κινητοποίηση, μεγαλόφωνα απέδειξε, το πόσο –γενικώς– αποδεκτό υπήρξε το ηθικό του προβάδισμα και το πόσο βαριά ζύγιζε το όνομά του σε όλη την Ακαρνανία.
Τότε ακριβώς ήταν ο χρόνος, που συνδεθήκαμε και εμείς οι νεότεροι μαζί του. Ο γράφων, ο Γιώργος Κατσούδας, ο Χρήστος Κουφάκης, ο Χρ. Τσιρογιάννης, ο Τάσος Κατσούδας, ο Βασ. Σφέτσας, ο Γρηγόρης Κατσούδας ως μικρότερος της παρέας και κάποιοι άλλοι. Ο μπάρμπα-Κώστας, από εκείνη τη χρονιά μέχρι και το τέλος της ζωής του, κατέβαινε τα καλοκαίρια στην Αμφιλοχία και διέμενε στο ξενοδοχείο «Αμβρακία», όπου τα απογεύματα συγκεντρωνόμασταν για να τον βλέπουμε και να τον ακούμε.
Το σώμα του ήταν ήδη γερασμένο. Βαρύς και κυρτός από τα χρόνια δυσκολευόταν στις κινήσεις του. Πνευματικά και ψυχικά όμως, είχε παραμείνει νέος και δραστήριος· με μνήμη αστραφτερή και λόγο ορθό, κοφτό και αφοπλιστικό, που μας καθήλωνε.
Θέμα, που να μην το γνωρίζει δεν υπήρχε. Ήταν βαθύς γνώστης της γενικής και ιδιαίτερα της πολιτικής ιστορίας. Οι διηγήσεις του για τα δικά του παιδικά –καθώς και για τα μετέπειτα– χρόνια, τον εθνικό διχασμό, τις δικτατορίες Παγκάλου και Μεταξά, τον πόλεμο του 40’, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον εμφύλιο, μέχρι και την τελευταία δικτατορία του 1967, δεν είχαν τελειωμό. Έτσι, τον αισθανόμασταν σαν ευσκιόφυλλη βελανιδιά, που μας σκέπαζε όλους με τη σοφία και τη σύνεσή του. Μας παρότρυνε να στέλνουμε δημοσιεύσεις στο ΒΕΛΟΣ για τα προβλήματα του τόπου, και για τις εξελίξεις των πολιτικών πραγμάτων. Το επιχείρησα προσωπικά, –δειλά στο πρώτο μου δημοσίευμα– από το 56ο φύλλο και συνέχισα μέχρι και το 101ο του 1982, επωνύμως τις περισσότερες φορές και κάποιες υπό το ψευδώνυμο «Νικηφόρος»
–Αυτό που λες τώρα μπάρμπα-Κώστα –τον διέκοψα σε μια του διήγηση– πρέπει να συνέβη πολύ παλιά…Για να πάρω απάντηση, που μας έκανε όλους να γελάσουμε:
–Τι παλιά λες παιδί μ’; τώρα το 29’ (1929) έγιναν αυτά!
Τελευταία, πληρώθηκα με το ίδιο νόμισμα, όταν σε μια συζήτηση με νέα παιδιά, μου έγινε παρόμοια ερώτηση στην οποία έσπευσα να απαντήσω:
–Τώρα παιδί μου το 62 (1962) έγινε αυτό· και δικαιολογημένα άρχισαν να γελάνε.
Με ελέγχει η συνείδησή μου –μας είπε μια μέρα– γιατί όταν θα έφευγα για να σπουδάσω στην Αθήνα, ο θείος μου Ν. Μίχας, μου έδωσε ένα τάλιρο για να πάω στον Αϊ Γιώργη να ανάψω μια λαμπάδα, για να με βοηθήσει στη νέα μου πορεία. Πήγα στον Αϊ Γιώργη, αλλά δεν το έριξα το τάλιρο στο παγκάρι· ήταν δυστυχώς δύσκολα εκείνα τα χρόνια και τα χρήματα δυσεύρετα. Ποιος, που να ξέρει καλά οικονομικά, μπορεί δίκαια να λογαριάσει τι ποσό αντιστοιχεί σε εκείνο το τάλιρο, έτσι για να τα δώσω, να μην έχω αυτό το βάρος…
Μείναμε άναυδοι από την ευαισθησία και την εντιμότητά του. Δεν ήταν τυχαίο, που τον είχαν χαρακτηρίσει ως «Αδαμάντινο δικαστικό».
Ζούσε με τον απόηχο της μεγάλης συγκέντρωσης για τον χωρισμό του νομού και κάθε χρόνο την ίδια μέρα ανέβαζε στο ΒΕΛΟΣ με μεγάλα γράμματα τη λεζάντα “ΖΗΤΩ Η 6η ΙΟΥΝΙΟΥ 1976” εκείνου του ευφρόσυνου, για αυτόν κλίμα, –από απροσεξία κινούμενος– συνέβαλα μια μέρα στην ανατροπή του:
–Μπάρμπα-Κώστα –του είπα– ο χωρισμός του νομού προδόθηκε τότε, που υπήρχαν όλες οι δυνατότητες να το επιτύχουμε (1965) τώρα τι μπορούμε να περιμένουμε; Φοβάμαι πως όλα έχουν χαθεί…
Τον στενοχώρησε η αντίδρασή μου, αλλά μετά από λίγη σκέψη, μου έδωσε την απάντηση που έπρεπε:
–Κοίταξε να δεις· για τον άνθρωπο, όσο έχει μάτια ανοιχτά, τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται χαμένο…
Προσπάθησα κατόπιν να επανορθώσω στέλνοντάς του μια επιστολή όπου μεταξύ άλλων σημείωνα:
“Χαρίζω αυτές τις γραμμές για να σε διαβεβαιώσουμε πως εμείς η νέα γενιά γνωρίζει τον τίμιο, τον ακέραιο και ανιδιοτελή αγώνα σου για μια ανεξάρτητη Ακαρνανία και έτσι, είσαι πλέον δικαιωμένος στις συνειδήσεις όλων μας. Όπως ακόμα γνωρίζουμε την πηγή της προδοσίας και πολύ σύντομα θα την κατατάξουμε εκεί που της αξίζει“.
Στο αμέσως επόμενο φύλλο (10/7/1981) την δημοσίευσε.
Το 113ο φύλλο, που εκδόθηκε κατά την Πασχαλινή περίοδο του 1985, κλείνει με έντονο το συναίσθημα της χαρμολύπης. Επάνω, αριστερά στην πρώτη σελίδα, ο θριαμβικός χαιρετισμός, «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» και απέναντι δεξιά, ένα ποίημα του Λεπενιώτη Αποστόλη Τζαμαλή με στίχους λυπημένους και προφητικούς:
Όσοι αγαπούν πολύ που πάνε όταν πεθαίνουν
του Αχέροντα όταν διαβούν τα υγρά τα μονοπάτια…
Είχε φθάσει το τέλος για τον Κώστα Σαρλή και για την εφημερίδα του, που θα κατέθετε τώρα την τίμια γραφίδα της.
Ο σεβάσμιος αγωνιστής, ο ιδρυτής–εκδότης Διευθυντής του ΒΕΛΟΥΣ κατά το 1911, ο τηλεγραφητής, ο δικηγόρος, ο Εισαγγελέας, ο Απαλλοτριωτής δημοσίων και ιδιωτικών αγροκτημάτων Λεπενούς και Στράτου, ο ιδρυτής του Γυμνασίου Μύτικα, ο πολιτικός και ευπατρίδης «έφυγε» στις 10 Μαρτίου 1986. Τρία χρόνια μετά ο γιός του Δήμος, εκπληρώνοντας την επιθυμία του μετέφερε τα οστά του από την Αθήνα στην Αμφιλοχία την αγαπημένη του γενέτειρα και τα εναπέθεσε στον τάφο των γονέων του. Το 2005, ακολούθησε και ο Δήμος το ίδιο δρομολόγιο, για να μείνει και αυτός παντοτινά, κοντά στους δικούς του.
Ο γιός του Δήμου Κ. Σαρλή, ο Κώστας φύλαξε τα επόμενα χρόνια το αρχείο του ΒΕΛΟΥΣ, μέχρις ότου έκρινε –για λόγους που ο ίδιος εκτίμησε– να μας το παραδώσει, γεγονός που έλαβε χώρα στο δικηγορικό του γραφείο στο κέντρο της Αθήνας, την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020. Αισθανόμενος ευγνωμοσύνη και ιδιαίτερη τιμή για την επιλογή του αυτή, με συγκίνηση παρέλαβα το πνευματικό αυτό για τον τόπο μας κειμήλιο, το οποίο μετά από ένα χρονικό διάστημα, που απαιτήθηκε για την τακτοποίησή του, ενσωματώθηκε στο ευρύτερο “Ιστορικό Αρχείο Λυσίμαχος ο Ακαρνάν” για να αποβεί χρήσιμο στις ιστορικές, λαογραφικές, κοινωνικές κ.α. αναζητήσεις των νεότερων συμπατριωτών μας ερευνητών.
Το γεγονός ότι, έντυπο και εκδότης βρίσκονται πλέον εδώ, στον τόπο που γεννήθηκαν το θεωρούμε όσοι τους γνωρίσαμε, τουλάχιστον ως παρήγορο.