Οι επιστήμονες διερευνούν τις «τσέπες Covid» στο στομάχι, ως ένα πιθανό αίτιο της long covid
Το φαινόμενο «long Covid», βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της επιστημονικής κοινότητας, με τους ειδικούς να προσπαθούν να ανακαλύψουν γιατί ορισμένα άτομα εμφανίζουν συμπτώματα του κορονοϊού, ακόμα και αρκετούς μήνες μετά τη μόλυνσή τους.
Μια από τις επικρατέστερες θεωρίες των γιατρών, αυτή τη στιγμή, είναι το ενδεχόμενο «αποικίες του ιού να κρύβονται σε τσέπες-εσοχές του σώματός μας στο στομάχι ή και σε άλλα όργανα, συμβάλλοντας στην εμφάνιση μακροχρόνιων συμπτωμάτων του κορονοϊού», αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε σήμερα από τον Guardian.
Η ιδέα αυτή ήρθε στους επιστήμονες όταν παρατήρησαν πως γενετικό υλικό του κορονοϊού εντοπιζόταν στα κόπρανα των ασθενών για μήνες μετά την αρχική τους λοίμωξη από τον ιό και όπως φαίνεται «υπάρχουν ολοένα και περισσότερες αποδείξεις ότι οι επίμονες αυτές αποικίες ίσως σχετίζονται με τη long Covid».
Πρόσφατα μια έρευνα από το πανεπιστήμιο ιατρικής του Χάρβαρντ ανακάλυψε ότι υπήρχαν ακίδες πρωτεΐνης του κορονοϊού στο αίμα του 56% των ασθενών με long Covid, ακόμα και 12 μήνες μετά την αρχική λοίμωξη. Από την άλλη, η πρωτεΐνη αυτή δεν ανιχνεύθηκε στο αίμα των ασθενών που δεν είχαν μακροχρόνια συμπτώματα.
«Η διάρκεια ζωής της ακίδας αυτής είναι αρκετά μικρή, επομένως η παρουσία της μετά από τόσο καιρό δείχνει ότι υπάρχουν κρυμμένα ενεργά αποθέματα του ιού στο σώμα», εξηγεί ο επικεφαλής της έρευνας, Ντέιβιντ Γουόλτ.
Ο ίδιος αποφάσισε να προχωρήσει στη μελέτη αυτή, έπειτα από προηγούμενη έρευνα, η οποία είχε διαπιστώσει ότι υπήρχε γενετικό υλικό του κορονοϊού στα κόπρανα των παιδιών που είχαν περάσει κορονοϊό. Η χρήση ενός φαρμάκου που θεραπεύει την εντερική διαπερατότητα είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση του ιού και τη βελτίωση των συμπτωμάτων. Όπως επισημαίνει ο Γουόλτ, η θεωρία του είναι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους που υποφέρουν από μακρά Covid.
Αλλά και άλλες ομάδες επιστημόνων, όπως εκείνη από το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια έχουν διαπιστώσει πως ένα ποσοστό των ατόμων που έχουν στο παρελθόν νοσήσει με κορονοϊό συνέχισε να αποβάλλει τμήματα του ιού μέσα από τα κόπρανά του για τουλάχιστον τέσσερις μήνες.
«Το ερώτημα είναι εάν η συνεχής αυτή παρουσία του ιού στο στομάχι -ή και αλλού- θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να ‘γαργαλάει’ το ανοσοποιητικό σύστημα και να προκαλεί τα επίμονα αυτά συμπτώματα», είπε η Άμι Μπχατ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας του Στάνφορντ.
Η τάση αυτή του ιού να παραμένει στο σώμα έχει παρατηρηθεί και με άλλες ασθένειες, όπως είναι ο Έμπολα, όπου ο ιός κρύβεται σε «ανατομικά καταφύγια» στα οποία δεν έχει εύκολη πρόσβαση το ανοσοποιητικό σύστημα (π.χ: τα μάτια). Με αυτό τον τρόπο, παρατηρούνται συμπτώματα χρόνιας κόπωσης και πόνος στους μύες ή στις αρθρώσεις, ακόμα και σε άτομα που έχουν «αναρρώσει» εδώ και μήνες.
Περαιτέρω έρευνα χρειάζεται για να δοθεί μια πιο σαφής απάντηση σχετικά, εντούτοις οι ειδικοί θεωρούν πως εάν η υπόθεση αυτή αποδειχθεί ορθή, τότε η επιστημονική κοινότητα μπορεί να ξεκινήσει να αναζητά θεραπείες, κυρίως με τη μορφή των αντιικών φαρμάκων. Το σενάριο αυτό, όμως, προκαλεί ανησυχία σε ορισμένους ανοσολόγους.
«Η ιδέα του να δώσουμε στους ανθρώπους μακροχρόνια αντιικιή μονοθεραπεία για να καθαρίσουμε τον οργανισμό τους από τον ιό είναι ένα αρκετά αμφιλεγόμενο ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη πόσο γρήγορα προσαρμόζεται ο κορονοϊός. Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε και να δοκιμάζουμε διπλές ή τριπλές θεραπείες [σ.σ: σε ορισμένες περιπτώσεις προτιμάται ένας συνδυασμός φαρμάκων έναντι της χορήγησης μιας και μόνο αντιικής ουσίας], επειδή δε μπορούμε να αφήσουμε να εξαπλωθούν και άλλες μεταλλάξεις πλέον», προειδοποιεί η δρ. Ντίπτι Γκουρντασάνι, κλινική επιδημιολόγος στο πανεπιστήμιο Κουίν Μαίρη του Λονδίνου.