O Chris Walmsley, ένας δραστήριος tiktoker, αποκαλύπτει πώς βρέθηκε από τη Σανγκάη στην Αμφιλοχία και γιατί πίνει τόσο πολλούς καφέδες.
Ο λογαριασμός του στο Instagram έχει φτάσει τους 10.000 ακόλουθους. Στο TikTok βρέθηκε οργανικά, ως γνήσιος εκπρόσωπος της γενιάς του, και η μετάβαση από το πολύ εξωραϊσμένο του Instagram στο χαλαρό και ωμό του TikTok «ήταν περίπλοκη, αλλά και ενδιαφέρουσα», όπως τη χαρακτηρίζει.
«Άρχισα να παρουσιάζω στιγμές της καθημερινότητάς μου που είχαν να κάνουν με το φαγητό και όχι μόνο. Επαγγελματικά, είμαι γραφίστας και δημιουργός περιεχομένου για λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πάνω στον τομέα του φαγητού, της αυτοφροντίδας και της μόδας». Ποιο βίντεο είχε τα περισσότερα σχόλια; «Ένα που δείχνει το Ohayo, ένα μαγαζί στη Δάφνη με έντονες ιαπωνικές επιρροές, που το νιώθω σαν το σπίτι μου. Νομίζω ότι αυτά που εντυπωσίασαν είναι η σύνθεση των λουλουδιών στο μαγαζί αλλά και ο ασυνήθης χαρακτήρας του».
Γεννήθηκε στη Σανγκάη από μητέρα μισή Γιαπωνέζα, μισή Κινέζα, και ήταν το πιο βαρύ μωρό που είχε γεννηθεί στην ιστορία του μεγαλύτερου νοσοκομείου της Σανγκάης μέχρι τότε. Αν αναρωτιέστε από πού προέκυψε η Ελλάδα, ο πατέρας του ήταν Έλληνας ναυτικός… Μεγάλωσε στη Σανγκάη μέχρι 5 ετών με τον παππού του και τη γιαγιά του -καθώς η μητέρα του εργαζόταν στην Ιαπωνία- από τους παππούδες έχει πολύ όμορφες –αν και λίγες– αναμνήσεις. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι γονείς του αποφάσισαν να μετακομίσουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα του, την Αμφιλοχία.
«Η περίοδος προσαρμογής –και όχι μόνο– ήταν δύσκολη. Η ελληνική επαρχία, όπως φαντάζομαι και όλες οι επαρχίες, αντιδρά έντονα στο ξένο. Και οι αντιδράσεις αυτές σε κάνουν να νιώθεις ότι “δεν ανήκεις”. Φυσικά υπάρχουν, όπως και υπήρξαν και για μένα, άνθρωποι που κινούνται ενάντια στο ρεύμα και διαφοροποιούνται, που έχω ακόμα και σήμερα στη ζωή μου», αναφέρει ο Chris. Από το πατρικό του έφυγε στα 17 του, για να σπουδάσει στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων στην Πρέβεζα.
Το αντικείμενο αυτό δεν τον κέρδισε και κατέληξε σε σχολή μαγειρικής αρχικά για καθαρά βιοποριστικούς λόγους, αλλά μέσω αυτού ανακάλυψε την κλίση του στο στήσιμο των πιάτων, το food styling.
«Θεωρώ πως ένα στημένο πιάτο είναι ένα έργο τέχνης: η εικόνα του είναι χαλαρωτική γιατί επιδρά στο σύνολο της δυϊκότητας των ανθρώπινων αναγκών, των βιολογικών και συναισθηματικών. Εκτός από την ανάγκη για τροφή, ταξιδεύουμε και στις αναμνήσεις του μαμαδίστικου φαγητού. Ένα πιάτο φαγητού όμως δεν κρατάει για πάντα, και η θέλησή μου να αποτυπώσω όσο καλύτερα γίνεται αυτή τη φευγαλέα εικόνα με ώθησε να σπουδάσω Γραφιστική». Ο Chris είναι όσο εγκάρδιος φαίνεται και στα βίντεό του. Ζωηρός, αεικίνητος και πάντα χαμογελαστός. Λες να φταίει που σε όλα τα βίντεο πίνει καφέ και αυτόν τον κάνει νευρικό; «Μου αρέσει η κουλτούρα του καφέ που έχει αναπτυχθεί στην Αθήνα. Είναι σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας των Αθηναίων, και έτσι υπάρχουν πολλά μαγαζιά με διαφορετικό χαρακτήρα για κάθε περίσταση. Όπου κι αν έχω πάει στο εξωτερικό, δεν έχω βρει την ποικιλία που υπάρχει εδώ. Ταυτόχρονα, ο καφές είναι μια αφορμή να βρεθείς με φίλους και να μιλήσετε, ξεπερνώντας τα στενά όρια της κατανάλωσης ενός ροφήματος».
Αλήθεια, ποια είναι τα περισσότερα σχόλια που λαμβάνει και πόσο ανοιχτοί είναι οι επιχειρηματίες της εστίασης με τους content creators;
«Τα πιο συνηθισμένα σχόλια που δέχομαι στο TikTok είναι αυτά που ρωτάνε για την ακριβή τοποθεσία των καταστημάτων που παρουσιάζω. Το βρίσκω διασκεδαστικό και ενδιαφέρον καθώς ήδη η τοποθεσία αναγράφεται στο βίντεο, ίσως μερικές φορές διακριτικά. Φαίνεται πως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βομβαρδίζουν τόσο έντονα τον θεατή με πληροφορία που του είναι δύσκολο να το καταλάβει. Οι επιχειρηματίες της εστίασης έχουν έρθει αντιμέτωποι, όπως και όλες οι επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, με μια νέα πραγματικότητα στον χώρο της διαφήμισης και της προβολής. Το viral κερδίζει κόσμο αλλά είναι και εφήμερο, και έτσι οι επιχειρηματίες ψάχνουν συνεχώς νέους τρόπους να προβληθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επομένως, νομίζω πως υπάρχει μια στενή σχέση συνεργασίας μεταξύ αυτών και των content creators».
Μιλάμε για την κοινή μας αγάπη για τα γεμιστά, «ένα πιάτο-μαρτυρία της ευρηματικότητας του φτωχού λαού, να χρησιμοποιήσει απλά καθημερινά και φθηνά υλικά για να φτιάξει ένα γεύμα θρεπτικό και νόστιμο και ίσως έναν καλύτερο κόσμο». Έναν τέτοιο κόσμο σαν εκείνο που ονειρευόταν να βρει όταν έφυγε από τη Σανγκάη. Μπορεί τελικά να μην τον βρήκε, αλλά σίγουρα δουλεύει για να τον αλλάξει.
Φωτογραφίες: Σίσσυ Μόρφη
Πηγή: «Cantina Πρώτο Θέμα»