Γράφει ο Βασίλης Νάκας*
Σαν τον παλιό καλό καιρό… ανέμελα ταξιδεύουμε, απόλαυσης προσκυνητές, γερμένοι νωχελικά σε ρεμβασμούς ανώδυνους. Γεμάτοι από συναισθήματα γεύσεων, μυρωδιών και εικόνων… ανοιγόμαστε σε πελαγίσιες ακρογιαλιές, σκαρφαλώνουμε στο ανάγλυφο βουνών…ώστε τελειώνοντας αυτό το καλοκαίρι, εμείς, να έχουμε ψυχαγωγήσει το εγώ μας.
Όχι πια… δεν είμαστε έτσι, ο χρόνος έφερε νέες εποχές, όπου οι κόκκοι τής κλεψύδρας αντηχούν μονότονα σε μια καθημερινότητα μαρτυρική, παραμορφωμένη, φθίνοντας την ψυχή μας, που «θυσιάστηκε» για να σταθούμε μαχητές, αναμετρώμενοι, μέρα τη μέρα, με τη «Βαβέλ» των υποχρεώσεων. Η ευλογημένη ευτυχία κυνηγήθηκε τρομοκρατούμενη από τη μέγγενη της επιβίωσης, κι οι ευθύνες, αλλεπάλληλες, βάρυναν στους ώμους μας, επιβεβαιώνοντάς μοιραία κι αναπόδραστα ότι η ξενοιασιά τού παρελθόντος ξεμάκρυνε, ανεπιστρεπτί!
Όχι πια… χωρίς αυτή μας την ποιότητα που χάιδευε τα σχέδιά μας, πώς ο άνθρωπος να εξακολουθήσει να «βουτά» στου μυαλού, στης ψυχής και στης καρδιάς του τα ιδανικά. Άπειρα τα όνειρα κι ελάχιστες οι ευκαιρίες. Μια προχειρότητα προοπτικών που κυκλώνει σε μετρημένους στόχους. Ποιος μπορεί να διεκδικήσει τον ουρανό όταν οι καιροσκόποι με αντικλείδια παραβιάζουν την πόρτες τού παρόντος, όταν από τα συναισθήματα δεν περισσεύουν παρά όσα σημαίνουν παράδοση στα ένστικτα τού πραγματισμού.
Όλες μας οι συμβουλές περιορίζονται πια στα άθλα τής γρήγορης και αριβιστικής ανέλιξης, σε έναν τερατογόνο τοκετό, όπου η ιδέα του Ανθρώπου έχει προ πολλού χαθεί. Τι υπάρχει πιο ψηλά από το κενό, γιατί εκεί οδηγεί η λογική τής ακόρεστης ικανοποίησης. Όσο πιο ψηλά υψώνεται ο χρησιμοθηρικός μας πολιτισμός τόσο πιο πολύ καταβυθίζεται στους κυκεώνες των αδιεξόδων του. Και «οι μυωπικοί» μας χρόνοι συνεχίζουν να μας τραβούν στους γκρεμούς τους.
Κι όμως, όσα ζήσαμε μας γέμισαν με πολλές εμπειρίες, και συχνά αναρωτιόμαστε πως φτάσαμε ώς εδώ. Τι νόημα είχαν τα παιδικά μας όνειρα, τι λόγο είχαμε να εμπιστευτούμε φρούδες υποσχέσεις παραδείσων. Έπρεπε να προδώσουμε, και σταθήκαμε οι καλύτεροι καταδότες τού χαμένου μας εαυτού. Και από αυτό το ορόσημο δεν ξανακοιτάξαμε στον καθρέφτη, γιατί ξέραμε πως θα αντικρίζαμε μόνο την τραυματισμένη σκιά μας.
Ας αρχίσουν να θριαμβολογούν οι θηρευτές ζωών, τα λάθη μας τους ανέβασαν στο βάθρο. Μπορούσαμε να αντιδράσουμε σ’ αυτόν τον ξεπεσμό, εντούτοις συρθήκαμε στην αδράνεια. Μας έταξαν δώρα “Δαναών”, μας παρουσιάστηκαν σαν ηγήτορες καλύτερων ημερών, και μας παγίδευσαν σε ένα παιχνίδι εκλογίκευσης της ήδη αποσαθρωμένης μοίρας μας. Τι δικαιώματα έχουμε πια σε έναν κόσμο που ποτέ δεν ονειρευτήκαμε, κι όμως καθημερινά χτίζουμε και αναστηλώνουμε σαν ασπόνδυλα που αδυνατούν να σταθούν στα πόδια τους και να ορθώσουν το ανάστημά τους.
Αλλά και πoιο το δικαίωμά μας να στερούμε τη ζωή από τη δύναμή μας, να μην πλημυρίζουμε από το φως τού καλοκαιριού κάθε μας ελπιδοφόρα πτυχή. Σ’ εμάς πρέπει να αναζητηθεί ο κόσμος, ένας απλός κόσμος καθημερινών ανθρώπων, δίχως ενοχές και δίχως αυταπάτες. Οι ήρωες μας προσπέρασαν, όπως οι παιδικές μας φαντασιώσεις, ενώ τα πρακτικά-κυνικά μυαλά μας έριξαν στον καιάδα. Στα χέρια μας κρατάμε τον ουρανό και τη γη, τίποτα δεν είναι δικό μας, γιατί τα χέρια μας είναι προέκταση της δημιουργίας. Μπορούμε να γίνουμε κομμάτι αυτής της δημιουργίας, μόνο τότε θα νιώσουμε αληθινοί.
Τα πεσμένα φύλλα ενός πρόωρου φθινοπώρου δεν πρέπει να μας καταδικάσουν στους λαβυρίνθους του πεσιμισμού. Όταν ένα κάστρο πέφτει και η λεηλασία ολοκληρώνεται, έχουν τεθεί ήδη οι βάσεις για κάτι διαφορετικό. Κι αυτό που απομένει είναι οι επιλογές μας. Σημασία δεν έχει πια μόνο ο δρόμος που θα ακολουθήσουμε, αλλά κι αν θα είμαστε συνεπείς στις επιλογές μας .”Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.”
*Ελεύθερος Επαγγελματίας,
Δημοσιογράφος